Μετάβαση στο περιεχόμενο

mercenaire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mercenaire mercenaires

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mercenaire (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

mercenaire (fr)