Μετάβαση στο περιεχόμενο

mercilessly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός mercilessly
συγκριτικός more mercilessly
υπερθετικός most mercilessly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mercilessly < merciless + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

mercilessly (en)

  • ανελέητα, άσπλαχνα, χωρίς έλεος
      They publish mercilessly, write whatever they want, judge however they want, and praise and simultaneously libel according to their interests.
    Δημοσιογραφούν ανελέητα, γράφουν ό,τι θέλουν, κρίνουν όπως θέλουν, εξυψώνουν και λιβελογραφούν ταυτόχρονα κατά τα εκάστοτε συμφέροντα.