meretrice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

meretrice (es)

  • μια γυναίκα που, χωρίς έρωτα, παντρεύεται έναν άνθρωπο για το οικονομικό ή κοινωνικό συμφέρον. συνώνυμο της πόρνης


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
meretrice < λατινική merĕtrix < merere

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
meretrice meretrici

meretrice (it)

  • μια γυναίκα που, χωρίς έρωτα, παντρεύεται έναν άνθρωπο για το οικονομικό ή κοινωνικό συμφέρον. συνώνυμο της πόρνης