meretriciously

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

meretriciously (en)

  • επιφανειακά-κενά επιτηδευμένα