mergulho
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mergulho | mergulhos |
mergulho (pt) αρσενικό
- η κατάδυση
- (κατ’ επέκταση) το μπάνιο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mergulho | mergulhos |
mergulho (pt) αρσενικό