merkato
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | merkato | merkatoj |
αιτιατική | merkaton | merkatojn |
merkato (eo)
- η αγορά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | merkato | merkatoj |
αιτιατική | merkaton | merkatojn |
merkato (eo)