merula
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- merula < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ams- (μαύρος, μαυροπούλι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
merula θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | merula | merulae |
γενική | merulae | merulārum |
δοτική | merulae | merulīs |
αιτιατική | merulam | merulās |
κλητική | merula | merulae |
αφαιρετική | merulā | merulīs |