mesmerizing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | mesmerizing |
συγκριτικός | more mesmerizing |
υπερθετικός | most mesmerizing |
mesmerizing (en)
- μαγευτικός, -ή, -ό
- συναρπαστικός, -ή, -ό
- υπνωτιστικός, -ή, -ό
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
mesmerizing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του mesmerize → δείτε τη λέξη mesmerise