mess up
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | mess up |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | messes up |
| αόριστος | messed up |
| παθητική μετοχή | messed up |
| ενεργητική μετοχή | messing up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]mess up (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χαλάω, κάνω λάθος, αποτυγχάνω σε κάτι ή κάνω κάτι άσχημα
You messed up the job.
- Τη χάλασες τη δουλειά.
I messed up badly.
- Έκανα μεγάλο λάθος.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο, αμερικανική σημασία) στραπατσάρω, πληγώνω σωματικά κάποιον
I got messed up in a fight.
- Στραπατσαρίστηκα σ' ένα καυγά.
The broken glass messed up his face.
- Τα σπασμένα τζάμια τού στραπατσάρισαν το πρόσωπο.
- (μεταβατικό) χαλάω, ανακατεύω, μπερδεύω κάτι
The wind messed up my new hairstyle.
- Μου το χάλασε το νέο μου χτένισμα ο αέρας.
Her hair was messed up.
- Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα.
Don’t mess up my drawers.
- Μη μου ανακατεύεις τα συρτάρια.
Make sure you don’t mess my papers up.
- Κοίτα μην μπερδέψεις τα χαρτιά σου.
- (μεταβατικό) χαλάω, στραπατσάρω, καταστρέφω κάτι
The weather messed up our plans.
- Ο καιρός μας χάλασε τα σχέδια.
Walk more carefully so you don’t mess up your shoes.
- Περπάτα πιο προσεχτικά για να μην στραπατσάρεις τα παπούτσια σου.