messaggero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- messaggero < messaggio
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | messaggero | messaggeri |
θηλυκό | messaggera | messaggere |
messaggero (it)
- ο αγγελιοφόρος, αυτός που φέρνει το μήνυμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]messaggero (it)