Μετάβαση στο περιεχόμενο

metafora

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
metafora < λατινική metaphora < αρχαία ελληνική μεταφορά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
metafora metafore

metafora (it)