metafora
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- metafora < λατινική metaphora < αρχαία ελληνική μεταφορά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
metafora | metafore |
metafora (it)
ενικός | πληθυντικός |
metafora | metafore |
metafora (it)