metri gr.
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διαγλωσσικοί όροι[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- metri gr. < νεολατινική metri gr. < λατινική metri, γενική ενικού του metrum & gratia αφαιρετική ενικού, κυριολεκτικά: για χάρη του μέτρου
Συντομομορφή[επεξεργασία]
metri gr. συντομογραφία
- (βιβλιογραφική παραπομπή) metri gratia: για μετρική ανάγκη, δημιουργήθηκε για την προσαρμογή σε ποιητικό μέτρο.
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
metri gr. (la) συντομογραφία (νεολατινικά)