metru
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
metru (ro) αρσενικό
- το μέτρο
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του metru