meuble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- meuble < mueble < δημώδης λατινική mobilis
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
meuble | meubles |
meuble (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
meuble | meubles |
meuble (fr) αρσενικό
- το έπιπλο
- (παρωχημένο) η επίπλωση
- (εραλδική) αντικείμενο που παριστάνεται σε ένα οικόσημο