microphage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
microphage | microphages |
microphage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που τρέφεται με πολύ μικρά θηράματα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
microphage | microphages |
microphage (fr) αρσενικό
- ζώο που τρέφεται με πολύ μικρά θηράματα