Μετάβαση στο περιεχόμενο

microwave

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
microwave microwaves

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
microwave < micro- + wave

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

microwave (en)

  1. τα μικροκύματα, ηλεκτρομαγνητικά κύματα
  2. έλλειψη του microwave oven