middling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

middling (en)

  • Ο μέτριος (από άποψη μεγέθους, βαθμίδας ή ποιότητας).

Συνώνυμα

[επεξεργασία]