Μετάβαση στο περιεχόμενο

midnight

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

midnight (en) (μη μετρήσιμο)

  • τα μεσάνυχτα
      If it’s noon here, it’s midnight in Australia.
    Αν είναι μεσημέρι εδώ, στην Αυστραλία είναι μεσάνυχτα.