Μετάβαση στο περιεχόμενο

midway

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
midway < mid- + way

Επίρρημα

[επεξεργασία]

midway (en) (χωρίς παραθετικά)

  • στο μέσο/στα μισά του δρόμου
    ⮡  Two of the runners gave up midway through the course.
    Δύο από τους δρομείς εγκατέλειψαν στο μέσο της διαδρομής.
    ⮡  He caught up with him midway (there).
    Τον πρόφτασε στα μισά του δρόμου.
     συνώνυμα: halfway