mieux-disant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mieux-disant < mieux + disant

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό mieux-disant mieux-disants
θηλυκό mieux-disante mieux-disantes

mieux-disant (fr)

  1. (παρωχημένο) που μιλά καλύτερα από τους άλλους
  2. μεγαλύτερη προσφορά από τις άλλες

Αντώνυμα[επεξεργασία]