mieux-disant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mieux-disant | mieux-disants |
θηλυκό | mieux-disante | mieux-disantes |
mieux-disant (fr)
- (παρωχημένο) που μιλά καλύτερα από τους άλλους
- μεγαλύτερη προσφορά από τις άλλες