Μετάβαση στο περιεχόμενο

migraine

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

migraine (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
migraine migraines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

migraine (fr) θηλυκό