migrate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | migrate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | migrates |
αόριστος | migrated |
παθητική μετοχή | migrated |
ενεργητική μετοχή | migrating |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maɪˈɡɹeɪt/ & /ˈmaɪ.ɡɹeɪt/
Ρήμα[επεξεργασία]
migrate (en)
- μεταναστεύω
- (πληροφορική) μετεγκαθιστώ (για λογισμικό ή δεδομένα)
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Διαφορά των λέξεων με έννοια μεταναστεύω: