Μετάβαση στο περιεχόμενο

migrate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας migrate
γ΄ ενικό ενεστώτα migrates
αόριστος migrated
παθητική μετοχή migrated
ενεργητική μετοχή migrating

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /maɪˈɡɹeɪt/ & /ˈmaɪ.ɡɹeɪt/

migrate (en)

  1. (αμετάβατο) μεταναστεύω, για πουλιά, ζώα κ.λπ. που μετακινούνται από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο ανάλογα με την εποχή
      Animals/birds migrate.
    Μεταναστεύουν τα ζώα/τα πουλιά.
  2. (αμετάβατο) μεταναστεύω, για ανθρώπους που φεύγουν από μια πόλη, χώρα κτλ. για να ζήσουν ή/και να εργαστούν σε μια άλλη
      Throughout history, people have migrated.
    Σε όλη την ιστορία, οι άνθρωποι έχουν μεταναστεύσει.
      People migrate for economic, social, political reasons etc.
    Οι άνθρωποι μεταναστεύουν για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς κτλ.
  3. (πληροφορική) μετεγκαθιστώ (για λογισμικό ή δεδομένα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Διαφορά των λέξεων με έννοια μεταναστεύω:

  • emigrate: έξοδος από την χώρα διαμονής
  • immigrate: μόνιμη μετανάστευση σε άλλη χώρα
  • migrate: μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά με emigrate ή immigrate