migrateur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mi.ɡʁa.tœːʁ/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | migrateur | migrateurs |
| θηλυκό | migratrice | migratrices |
migrateur (fr)
- αποδημητικός
- oiseaux migrateurs - αποδημητικά πουλιά