Μετάβαση στο περιεχόμενο

migratoire

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
migratoire migratoires

Επίθετο

[επεξεργασία]

migratoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]