militistaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | militistaro | militistaroj |
αιτιατική | militistaron | militistarojn |
militistaro (eo)
- στρατός, το σύνολο των στρατιωτών