milo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | milo | miloj |
αιτιατική | milon | milojn |
milo (eo)
- (συνήθως στον πληθυντικό) χιλιάδες
- miloj da homoj - χιλιάδες άνθρωποι