Μετάβαση στο περιεχόμενο

mimo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mimo < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική mimomimoj
αιτιατική mimonmimojn

mimo (eo)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmʲĩmɔ/
 

Πρόθεση

[επεξεργασία]

mimo (pl) αρσενικό

  1. παρά, παρόλο
      wyszli na spacer mimo ulewy - βγήκαν για βόλτα παρά την μπόρα (παρόλη την μπόρα)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • mimo swojej chęci: παρά την θέλησή του/της/τους

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mimo (pt)