mimo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mimo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mimo | mimoj |
αιτιατική | mimon | mimojn |
mimo (eo)
- ο μίμος
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
mimo (pl) αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συντάσσεται με γενική
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- mimo swojej chęci: παρά την θέλησή του/της/τους
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mimo (pt)
- το δώρο