mind-boggling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈmʌɪndbɒɡlɪŋ/
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
mind-boggling (en)
- που νοητικά προκαλεί το δέος
- δύσκολο να τον συλλάβεις, ασύλληπτος νοητικά