mind-boggling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ˈmʌɪndbɒɡlɪŋ/

Ετυμολογία en[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

mind-boggling (en)

  1. που νοητικά προκαλεί το δέος
  2. δύσκολο να τον συλλάβεις, ασύλληπτος νοητικά