minerval
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- minerval < Minerve
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.nɛʁ.val/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
minerval | minervals |
minerval (fr) αρσενικό
- (Βέλγιο) σχολικά έξοδα που πληρώνονται από μαθητές ορισμένων σχολείων