Μετάβαση στο περιεχόμενο

minimize

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας minimize
γ΄ ενικό ενεστώτα minimizes
αόριστος minimized
παθητική μετοχή minimized
ενεργητική μετοχή minimizing

minimize (en) (αμερικανική γραφή) και minimise (βρετανική γραφή)

  1. ελαχιστοποιώ, μειώνω κάτι, ειδικά κάτι κακό, στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο
      I am minimizing the chances of error.
    Ελαχιστοποιώ τις πιθανότητες λάθους.
     αντώνυμα: maximize
  2. υποβαθμίζω, μειώνω, προσπαθώ να κάνω κάτι να φαίνεται λιγότερο σημαντικό από ό,τι πραγματικά είναι
      Don’t minimize the issue.
    Μην υποβαθμίζεις το θέμα.
      He tried to minimize the importance of the episode.
    Προσπάθησε να μειώσει τη σημασία του επεισοδίου.
     συνώνυμα:  downplay, play down και talk down