minimum
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]minimum (en) (χωρίς παραθετικά)
- μίνιμουμ, κατώτατος, ελάχιστος
- ⮡ Two months is the minimum time limit.
- Οι δύο μήνες είναι το μίνιμουμ χρονικό όριο.
- ⮡ Waiters and cleaners usually get minimum wage.
- Οι σερβιτόροι και οι καθαριστές συνήθως παίρνουν τον κατώτατο μισθό.
- ⮡ the minimum temperature - η ελάχιστη θερμοκρασία
- ⮡ Two months is the minimum time limit.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]minimum (en) (χωρίς παραθετικά)
- τουλάχιστον, όχι λιγότερο από
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]minimum (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- minimum (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- minimum (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- minimum (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
minimum | minima και minimums |
minimum (fr) αρσενικό
- το μίνιμουμ
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
minimum | minimums |
minimum (fr) αρσενικό ή θηλυκό