Μετάβαση στο περιεχόμενο

minimum

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

minimum (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μίνιμουμ, κατώτατος, ελάχιστος
      Two months is the minimum time limit.
    Οι δύο μήνες είναι το μίνιμουμ χρονικό όριο.
      Waiters and cleaners usually get minimum wage.
    Οι σερβιτόροι και οι καθαριστές συνήθως παίρνουν τον κατώτατο μισθό.
      the minimum temperature - η ελάχιστη θερμοκρασία

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

minimum (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

minimum (en)

  • το μίνιμουμ, το ελάχιστο
      He agreed to give the minimum of what they asked of him.
    Δέχτηκε να δώσει το μίνιμουμ από όσα του ζητούσαν.
      The minimum you can spend on your vacation is two hundred euros.
    Το ελάχιστο που μπορείς να ξοδέψεις στις διακοπές σου είναι διακόσια ευρώ.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
minimum minima
και minimums

minimum (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
minimum minimums

minimum (fr) αρσενικό ή θηλυκό