ministériel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ministériel < ministère
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.nis.te.ʁjɛl/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ministériel | ministériels |
θηλυκό | ministérielle | ministérielles |
ministériel (fr)