ministériellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ministériellement < ministériel
Επίρρημα[επεξεργασία]
ministériellement (fr)
- σύμφωνα με τους υπουργικούς τύπους
ministériellement (fr)