minuscule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
minuscule minuscules

minuscule (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μικροκαμωμένος, μικροσκοπικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
minuscule minuscules

minuscule (fr) θηλυκό

  1. το πεζό, το μικρό γράμμα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]