Μετάβαση στο περιεχόμενο

mir

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mir (bs)



Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

mir (de)

Προσωπικές αντωνυμίες και αυτοπαθής αντωνυμία
α' πρόσωποβ' πρόσωπογ' πρόσωπο
ενικός
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαυτοπαθής
ονομαστικήichduersiees
γενικήmeinerdeinerseinerihrerseiner
δοτικήmirdirihmihrihmsich
αιτιατικήmichdichihnsieessich
πληθυντικός
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτεροένδειξη ευγένειαςαυτοπαθής
ονομαστικήwirihrsieSie
γενικήunsereuerihrerIhrer
δοτικήunseuchihnenIhnensich
αιτιατικήunseuchsieSiesich