misanthropique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- misanthropique < misanthrope
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
misanthropique | misanthropiques |
misanthropique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- χαρακτηριστικός ή σχετικός με μισάνθρωπο