mischief
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mischief (en)
- η σκανταλιά, η κατεργαριά
- this provided children an invitation for mischief
- αυτό έδωσε στα παιδιά μια πρόσκληση για να κάνουν σκανταλιές
- this provided children an invitation for mischief
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- boredom can be the cause of/for mischief