misero

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
misero < λατινική miser

Επίθετο

[επεξεργασία]

misero (it)


Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

misero (la)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

misero

  • α ενικό οριστικής ενεργητικού συντελεσμένου μέλλοντα ενεργητικής φωνής του ρήματος mitto