Μετάβαση στο περιεχόμενο

misinterpret

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας misinterpret
γ΄ ενικό ενεστώτα misinterprets
αόριστος misinterpreted
παθητική μετοχή misinterpreted
ενεργητική μετοχή misinterpreting

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
misinterpret < mis- + interpret

misinterpret (en)

  • παρερμηνεύω, κατανοώ κάτι ή κάποιον λάθος
      He misinterpreted her silence as consent.
    Παρερμήνευσε τη σιωπή της ως συγκατάθεση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη misunderstand

Συγγενικά

[επεξεργασία]