missing person
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
missing person | missing persons |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌmɪs.ɪŋ ˈpɜː.sən/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌmɪs.ɪŋ ˈpɝː.sən/ (ΗΠΑ)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
missing person (en)
- ο αγνοούμενος / η αγνοούμενη
Αναφορές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- missing person - Cambridge Dictionary online