Μετάβαση στο περιεχόμενο

misspell

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας misspell
γ΄ ενικό ενεστώτα misspells
αόριστος misspellled, mispelt
παθητική μετοχή misspellled, mispelt
ενεργητική μετοχή misspellling

misspell (en)