mistake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mistake | mistakes |
mistake (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | mistake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mistakes |
αόριστος | mistook |
παθητική μετοχή | mistaken |
ενεργητική μετοχή | mistaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
mistake (en)