Μετάβαση στο περιεχόμενο

mistake

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mistake mistakes

mistake (en)

ενεστώτας mistake
γ΄ ενικό ενεστώτα mistakes
αόριστος mistook
παθητική μετοχή mistaken
ενεργητική μετοχή mistaking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

mistake (en)

  • παρανοώ, δεν καταλαβαίνω ή κρίνω κάποιον ή κάτι σωστά
    παράδειγμα  There is danger that your motives will be mistaken.
    Υπάρχει κίνδυνος να παρανομηθούν τα κίνητρά σου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη misunderstand

Σύνθετα

[επεξεργασία]