Μετάβαση στο περιεχόμενο

mistifikata

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

mistifikata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος mistifiki