mitnehmen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

mitnehmen (de)

  • (για πρόσωπα ή πράγματα) φέρνω μαζί μου

Συνώνυμα[επεξεργασία]