mitoyen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mitoyen | mitoyens |
θηλυκό | mitoyenne | mitoyennes |
Επίθετο[επεξεργασία]
mitoyen (fr)
- που βρίσκεται στη μέση ανάμεσα σε δυο πράγματα