mix up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | mix up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mixes up |
αόριστος | mixed up |
παθητική μετοχή | mixed up |
ενεργητική μετοχή | mixing up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]mix up (en)
- συγχέω, μπερδεύω, νομίζω λανθασμένα ότι κάποιος ή κάτι είναι κάποιος ή κάτι άλλο
- ⮡ I don’t have a good memory, I easily mix up names and dates.
- Δεν έχω καλή μνήμη, συγχέω εύκολα ονόματα και χρονολογίες.
- ⮡ The meaning of words is often mixed up.
- Συχνά συγχέεται η σημασία των λέξεων.
- ⮡ You have got it all mixed up.
- Τα έχεις μπερδέψει όλα.
- ⮡ I mixed up the dates.
- Μπέρδεψα τις ημερομηνίες.
- ≈ συνώνυμα: confuse
- ⮡ I don’t have a good memory, I easily mix up names and dates.
Πηγές
[επεξεργασία]- mix up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 571-572. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπερδεύω