mlijeko
Εμφάνιση
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mlijeko (bs) ουδέτερο
Κροατικά (hr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mlijeko (hr) ουδέτερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- mliko (τοπική διάλεκτος)
mlijeko (bs) ουδέτερο
mlijeko (hr) ουδέτερο