mnożenie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική mnożenie mnożenia
γενική mnożenia mnożeń
δοτική mnożeniu mnożeniom
αιτιατική mnożenie mnożenia
οργανική mnożeniem mnożeniami
τοπική mnożeniu mnożeniach
κλητική mnożenie mnożenia

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mnożenie < mnożyć

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mnɔˈʒɛ.ɲɛ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mnożenie (pl) ουδέτερο