mnożenie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mnożenie | mnożenia |
γενική | mnożenia | mnożeń |
δοτική | mnożeniu | mnożeniom |
αιτιατική | mnożenie | mnożenia |
οργανική | mnożeniem | mnożeniami |
τοπική | mnożeniu | mnożeniach |
κλητική | mnożenie | mnożenia |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
mnożenie < mnożyć
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mnożenie (pl) ουδέτερο