moût

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

moût < λατινική mustum
Η λέξη μαρτυρείται από τον 13ο αιώνα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
moût moûts

moût (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]