można

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
można < móc

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmɔʒna/
 

można (pl) (απρόσωπο) (άκλιτο)

  1. επιτρέπεται (να), μπορείς (να)
    jak często można oddawać krew? - πόσο συχνά επιτρέπεται να δόσεις αίμα;

Συνώνυμα

[επεξεργασία]