można
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- można < móc
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
można (pl) (απρόσωπο) (άκλιτο)
- επιτρέπεται (να), μπορείς (να)
- jak często można oddawać krew? - πόσο συχνά επιτρέπεται να δόσεις αίμα;